Γιατί δεν αρκεί το "ΟΧΙ" στο Μνημόνιο
Από την οπτική γωνία των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, ο διαχωρισμός των πολιτικών δυνάμεων και κατ' επέκταση των πολιτών σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, είναι όχι μόνον πολιτικά αδόκιμος, όχι μόνον αποπροσανατολιστικός, αλλά και επικίνδυνος.
Αυτό συμβαίνει διότι: Πρώτο, ανάγει τη στάση απέναντι στα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης ως το θεμελιακό κριτήριο διαχωρισμού, ενώ αυτό είναι σαφώς δευτερεύον. Έτσι για παράδειγμα είναι πολύ πιο σημαντικό να είναι κάποιος ρατσιστής, να προπαγανδίζει τα κείμενα του Χίτλερ, να χαιρετά ναζιστικά, να τοποθετείται υπέρ του διαμελισμού συνανθρώπων μας από νάρκες, να πουλά στην κυριολεξία προστασία κ.λπ. όπως η Χρυσή Αυγή, από το να δηλώνει όπως το πράττει η συγκεκριμένη πολιτική δύναμη ότι είναι αντιμνημονιακός. Επίσης είναι πολύ πιο σημαντική παλιότερη δήλωση του Καμμένου περί αναγκαιότητας «να στηθώ στο εκτελεστικό απόσπασμα για τις απόψεις μου», παρά η όποια όψιμη ανιιμνημονιακή του θέση.Αλλά και η αντιμνημονιακή θέση της ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, έχει πολύ μικρότερη σημασία από τη γενικότερη πολιτική του στάση ή μάλλον μη στάση -ως κυρίου ήξεις αφήξεις- στο βαθμό που αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας διάσωσης του συστήματος μέσω αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατίας η οποία μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε. Ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο αποκρύπτονται μαζί με τις αιτίες και οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κρίσης.
Δεύτερο, είναι ένας διαχωρισμός που αντί να προωθεί παραπέρα το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, το συγκρατεί εντός των καπιταλιστικών τειχών και μάλιστα όταν όλο και περισσότερες δυνάμεις τοποθετούνται κατά του ευρώ και της EE και εν μέρει του ίδιου του καπιταλισμού. Αυτό συμβαίνει και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με πρώτη και καλύτερη τη γαλλική Αριστερά, η οποία μετά από πολύ καιρό, έστω και ανεπαρκώς και δυστυχώς πάντοτε διακατεχόμενη έναν κίβδηλο κυβερνητισμό, έχει μια σαφή θετική μεταστροφή, αν μη τι άλλο προς ένα ριζοσπαστικό ρεφορμισμό, ο οποίος πολύ συχνά προσλαμβάνει και κάποιον αντικαπιταλιστικό - αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα.
Τρίτο, πρόκειται για ένα διαχωρισμό που προβάλλει μια τακτική τοποθέτηση, δίχως καμιά σύνδεση με κάποιο στρατηγικό στόχο, συνεπώς για έναν κατεξοχήν συγκυριακό στην κυριολεξία οπορτουνιστικό διαχωρισμό.
Τέταρτο, πρόκειται για ένα διαχωρισμό, ο οποίος αντί να διευκολύνει και να προωθεί μια αριστερή αντικαπιταλιστική μετωπική πολιτική, θολώνει τα νερά και αφήνει ανοιχτό το πεδίο ακόμη και για ανίερες συμμαχίες ανάμεσα σε κατά τα άλλα, παντελώς ανομοιογενείς δυνάμεις.
Πέμπτο, και πιο επικίνδυνο, ένας τέτοιος διαχωρισμός τοποθετεί από την πλευρά των «αντιστασιακών» δυνάμεων και συνεπώς εξιλεώνει στη λαϊκή συνείδηση, εθνικιστικές ακόμη και φασιστικές δυνάμεις, οι οποίες αν και τοποθετούνται ενάντια στα μνημόνια, είναι εξίσου αν όχι περισσότερο επικίνδυνες από τις μνημονιακές.
Οι τελευταίες συνεργασίες του Άρματος Πολιτών του Δημαρά με τον Καμμένο και του Καζάκη με τον Παπαθεμελή, αποτελούν απτά παραδείγματα τέτοιων αποπροσανατολιστικών εξιλεώσεων.
Επειδή οι στιγμές είναι πολύ κρίσιμες, θα πρέπει τουλάχιστον όσον αφορά σε τέτοια βασικά ζητήματα να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι. Και εν προκειμένω τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να αναδεικνύουμε το πραγματικό περιεχόμενο του διαχωρισμού σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς και ταυτόχρονα να απορρίπτουμε κάθετα κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης μετώπων στη βάση και μόνον της εναντίωσης στο ή στα μνημόνια, ασχέτως από τη γενικότερη πολιτική στάση όσων την υιοθετούν.
Όσον αφορά πιο ειδικά στις εκλογές, κάθε άλλο παρά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θετική η ψήφος μόνο ενάντια στο Μνημόνιο, δίχως η απαραίτητη κατάργηση των μνημονίων να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ανιικαπιταλιστικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελές και στη χειρότερη δόλιο. Απέναντι σε αυτό το σαθρό διαχωρισμό ή ακόμη απέναντι στο εξίσου θολό ανάμεσα σε νεοφιλελεύθερους και αντινεοφιλελεύθερους, οι κομμουνιστές και οι άλλοι αριστεροί ριζοσπάστες καλούνται να προβάλουν το διαχωρισμό ανάμεσα σε φιλοκαπιταλιστές - φιλοϊμπεριαλιστές και αντικαπιταλιστές - αντιιμπεριαλιστές. Και πάνω στη βάση αυτού του διαχωρισμού να επιδιώξουν τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού Μετώπου, που μέσω ενός πολέμου θέσεων θα προωθήσει το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν συνεργασίες για επί μέρους θέματα ακόμη και με δυνάμεις που δεν βρίσκονται στην αντικαπιταλιστική όχθη, εξαιρουμένων πάντοτε των εθνικιστών, των φασιστών, των νεοφιλελεύθερων και εκείνων που συνέβαλαν στην άνδρωση του νεοφιλελευθερισμού και σήμερα αποστασιοποιούνται όψιμα. Όμως άλλο αυτές οι συμμαχίες και άλλο το πολιτικό Μέτωπο. Αυτό αν δεν έχει σαφές αντικαπιταλι-στικό - αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, που σημαίνει αν δεν είναι στραμμένο ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οργανισμούς όπως είναι το NATO, η EE, το ΔΝΤ, αν δεν είναι στραμμένο ενάντια στα μονοπώλια, ντόπια και ξένα, και αναζητά να συμβιβαστεί μαζί τους για να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό, τότε θα βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες των καιρών. Θα βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες αντιμετώπισης μιας συστημικής κρίσης του καπιταλισμού, που δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά και πολιτική και οικολογική και αξιακή και ψυχολογική. Και η οποία επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί άμεσα ριζοσπαστικά, πολύπλευρα -και όχι μόνο οικονομικά- που σημαίνει να αντιμετωπιστεί σαφώς αντικαπιταλιστικά, με προοπτική το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Αν το «όλα ή τίποτα» σημαίνει τίποτα, διότι αφαιρεί από το όλα τα μέσα επίτευξής του, το μερικό, ξεκομμένο από το γενικό, ή το άμεσο από το μακροπρόθεσμο, ή η τακτική από τη στρατηγική, ή το συγκυριακό από το δομικό, πέρα από το ότι δεν προωθούν το επίπεδο συνειδητότητας των λαϊκών δυνάμεων, που λόγω αντικειμενικών συνθηκών διευκολύνονται να αποτινάξουν το καπιταλιστικό προσωπείο, τις σπρώχνουν στη δίνη ενός αδιέξοδου και επικίνδυνου φαύλου κύκλου. Σε αυτόν το κύκλο εντάσσεται και ο διαχωρισμός σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Απέναντι σε αυτήν την αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική, η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη, παρά η ένταξη και της κατάργησης του Μνημονίου σε ένα Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο, όπως το πράττει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Του Γιώργου Ρούση - "Πριν"
Αυτό συμβαίνει διότι: Πρώτο, ανάγει τη στάση απέναντι στα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης ως το θεμελιακό κριτήριο διαχωρισμού, ενώ αυτό είναι σαφώς δευτερεύον. Έτσι για παράδειγμα είναι πολύ πιο σημαντικό να είναι κάποιος ρατσιστής, να προπαγανδίζει τα κείμενα του Χίτλερ, να χαιρετά ναζιστικά, να τοποθετείται υπέρ του διαμελισμού συνανθρώπων μας από νάρκες, να πουλά στην κυριολεξία προστασία κ.λπ. όπως η Χρυσή Αυγή, από το να δηλώνει όπως το πράττει η συγκεκριμένη πολιτική δύναμη ότι είναι αντιμνημονιακός. Επίσης είναι πολύ πιο σημαντική παλιότερη δήλωση του Καμμένου περί αναγκαιότητας «να στηθώ στο εκτελεστικό απόσπασμα για τις απόψεις μου», παρά η όποια όψιμη ανιιμνημονιακή του θέση.Αλλά και η αντιμνημονιακή θέση της ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, έχει πολύ μικρότερη σημασία από τη γενικότερη πολιτική του στάση ή μάλλον μη στάση -ως κυρίου ήξεις αφήξεις- στο βαθμό που αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας διάσωσης του συστήματος μέσω αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατίας η οποία μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε. Ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο αποκρύπτονται μαζί με τις αιτίες και οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κρίσης.
Δεύτερο, είναι ένας διαχωρισμός που αντί να προωθεί παραπέρα το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, το συγκρατεί εντός των καπιταλιστικών τειχών και μάλιστα όταν όλο και περισσότερες δυνάμεις τοποθετούνται κατά του ευρώ και της EE και εν μέρει του ίδιου του καπιταλισμού. Αυτό συμβαίνει και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με πρώτη και καλύτερη τη γαλλική Αριστερά, η οποία μετά από πολύ καιρό, έστω και ανεπαρκώς και δυστυχώς πάντοτε διακατεχόμενη έναν κίβδηλο κυβερνητισμό, έχει μια σαφή θετική μεταστροφή, αν μη τι άλλο προς ένα ριζοσπαστικό ρεφορμισμό, ο οποίος πολύ συχνά προσλαμβάνει και κάποιον αντικαπιταλιστικό - αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα.
Τρίτο, πρόκειται για ένα διαχωρισμό που προβάλλει μια τακτική τοποθέτηση, δίχως καμιά σύνδεση με κάποιο στρατηγικό στόχο, συνεπώς για έναν κατεξοχήν συγκυριακό στην κυριολεξία οπορτουνιστικό διαχωρισμό.
Τέταρτο, πρόκειται για ένα διαχωρισμό, ο οποίος αντί να διευκολύνει και να προωθεί μια αριστερή αντικαπιταλιστική μετωπική πολιτική, θολώνει τα νερά και αφήνει ανοιχτό το πεδίο ακόμη και για ανίερες συμμαχίες ανάμεσα σε κατά τα άλλα, παντελώς ανομοιογενείς δυνάμεις.
Πέμπτο, και πιο επικίνδυνο, ένας τέτοιος διαχωρισμός τοποθετεί από την πλευρά των «αντιστασιακών» δυνάμεων και συνεπώς εξιλεώνει στη λαϊκή συνείδηση, εθνικιστικές ακόμη και φασιστικές δυνάμεις, οι οποίες αν και τοποθετούνται ενάντια στα μνημόνια, είναι εξίσου αν όχι περισσότερο επικίνδυνες από τις μνημονιακές.
Οι τελευταίες συνεργασίες του Άρματος Πολιτών του Δημαρά με τον Καμμένο και του Καζάκη με τον Παπαθεμελή, αποτελούν απτά παραδείγματα τέτοιων αποπροσανατολιστικών εξιλεώσεων.
Επειδή οι στιγμές είναι πολύ κρίσιμες, θα πρέπει τουλάχιστον όσον αφορά σε τέτοια βασικά ζητήματα να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι. Και εν προκειμένω τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να αναδεικνύουμε το πραγματικό περιεχόμενο του διαχωρισμού σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς και ταυτόχρονα να απορρίπτουμε κάθετα κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης μετώπων στη βάση και μόνον της εναντίωσης στο ή στα μνημόνια, ασχέτως από τη γενικότερη πολιτική στάση όσων την υιοθετούν.
Όσον αφορά πιο ειδικά στις εκλογές, κάθε άλλο παρά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θετική η ψήφος μόνο ενάντια στο Μνημόνιο, δίχως η απαραίτητη κατάργηση των μνημονίων να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ανιικαπιταλιστικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελές και στη χειρότερη δόλιο. Απέναντι σε αυτό το σαθρό διαχωρισμό ή ακόμη απέναντι στο εξίσου θολό ανάμεσα σε νεοφιλελεύθερους και αντινεοφιλελεύθερους, οι κομμουνιστές και οι άλλοι αριστεροί ριζοσπάστες καλούνται να προβάλουν το διαχωρισμό ανάμεσα σε φιλοκαπιταλιστές - φιλοϊμπεριαλιστές και αντικαπιταλιστές - αντιιμπεριαλιστές. Και πάνω στη βάση αυτού του διαχωρισμού να επιδιώξουν τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού Μετώπου, που μέσω ενός πολέμου θέσεων θα προωθήσει το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν συνεργασίες για επί μέρους θέματα ακόμη και με δυνάμεις που δεν βρίσκονται στην αντικαπιταλιστική όχθη, εξαιρουμένων πάντοτε των εθνικιστών, των φασιστών, των νεοφιλελεύθερων και εκείνων που συνέβαλαν στην άνδρωση του νεοφιλελευθερισμού και σήμερα αποστασιοποιούνται όψιμα. Όμως άλλο αυτές οι συμμαχίες και άλλο το πολιτικό Μέτωπο. Αυτό αν δεν έχει σαφές αντικαπιταλι-στικό - αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, που σημαίνει αν δεν είναι στραμμένο ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οργανισμούς όπως είναι το NATO, η EE, το ΔΝΤ, αν δεν είναι στραμμένο ενάντια στα μονοπώλια, ντόπια και ξένα, και αναζητά να συμβιβαστεί μαζί τους για να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό, τότε θα βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες των καιρών. Θα βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες αντιμετώπισης μιας συστημικής κρίσης του καπιταλισμού, που δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά και πολιτική και οικολογική και αξιακή και ψυχολογική. Και η οποία επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί άμεσα ριζοσπαστικά, πολύπλευρα -και όχι μόνο οικονομικά- που σημαίνει να αντιμετωπιστεί σαφώς αντικαπιταλιστικά, με προοπτική το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Αν το «όλα ή τίποτα» σημαίνει τίποτα, διότι αφαιρεί από το όλα τα μέσα επίτευξής του, το μερικό, ξεκομμένο από το γενικό, ή το άμεσο από το μακροπρόθεσμο, ή η τακτική από τη στρατηγική, ή το συγκυριακό από το δομικό, πέρα από το ότι δεν προωθούν το επίπεδο συνειδητότητας των λαϊκών δυνάμεων, που λόγω αντικειμενικών συνθηκών διευκολύνονται να αποτινάξουν το καπιταλιστικό προσωπείο, τις σπρώχνουν στη δίνη ενός αδιέξοδου και επικίνδυνου φαύλου κύκλου. Σε αυτόν το κύκλο εντάσσεται και ο διαχωρισμός σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Απέναντι σε αυτήν την αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική, η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη, παρά η ένταξη και της κατάργησης του Μνημονίου σε ένα Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο, όπως το πράττει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Του Γιώργου Ρούση - "Πριν"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου